-
1 торпеда
η τορπίλληавиационная - αεροπορική -, η αεροτορπίλληРусско-греческий словарь научных и технических терминов > торпеда
См. также в других словарях:
πρόωση — η / πρόωσις, ώσεως, ΝΜΑ, και συνηρ. τ. πιθ. στον Ησύχ. πρῶσις Α [προωθῶ] η ώθηση προς τα εμπρός, προώθηση νεοελλ. 1. ιατρ. τάση συνεχούς επιταχύνσεως τού βήματος προς τα εμπρός κατά τη βάδιση, σαν να ακολουθεί ο άρρωστος, τρέχοντας, το κέντρο… … Dictionary of Greek
τορπίλη — Αυτοκινούμενο υποβρύχιο όπλο με εκρηκτική γόμωση, που εκτοξεύεται από υποβρύχιο, από πλοίο επιφανείας ή από αεροσκάφος. Η πρώτη πραγματική τ. κατασκευάστηκε το 1866 68 από τον Άγγλο τεχνικό Ρόμπερτ Χουάιτχεντ, διευθυντή ενός μηχανουργικού… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek